Η παραδοσιακή Μεσογειακή Διατροφή αποτελεί κληρονομιά των λαών της Μεσογείου και διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες από το «πάντρεμα» διαφόρων πολιτιστικών και διατροφικών στοιχείων των λαών αυτών. Οι μεσογειακοί λαοί, οι Έλληνες και οι Ιταλοί ειδικότερα, θεωρούνται ότι έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής και ανάμεσα στα χαμηλότερα συνολικά ποσοστά θνησιμότητας.
Η αρχική ιδέα που οδήγησε σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα Μεσογειακή Διατροφή, προήλθε από τη μελέτη των Επτά Χωρών, που έγινε τη δεκαετία του ’50, κατά την οποία παρακολουθήθηκαν σχεδόν 12.000 υγιείς άνδρες, ηλικίας 40-59 ετών από 7 χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία, Φινλανδία, πρώην Γιουγκοσλαβία, Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής). Μάλιστα, στη μελέτη τότε φάνηκε ότι παρά την υψηλή κατανάλωση λίπους, ο πληθυσμός της Κρήτης είχε το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης.
Σύμφωνα με την ανανεωμένη πυραμίδα της Μεσογειακής Διατροφής προτείνεται η κατανάλωση δημητριακών (κυρίως ολικής), φρούτων, λαχανικών, ελαιόλαδου και γαλακτοκομικών σε ημερήσια βάση, η κατανάλωση οσπρίων, ψαριών, αυγών και πουλερικών σε εβδομαδιαία βάση και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος και γλυκών ακόμα πιο αραιά. Το κρασί μπορεί να συνοδεύει το γεύμα μας σε μικρές ποσότητες, ενώ προτείνεται η χρήση μυρωδικών.
Γενικά, στην περιοχή της Μεσογείου οι διατροφικές συνήθειες των λαών έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, με το ελαιόλαδο να καταλαμβάνει πρωταγωνιστική θέση στην καθημερινότητα των κατοίκων. Το ελαιόλαδο είναι σημαντικό όχι μόνο λόγω της αυτούσιας υψηλής διατροφικής του αξίας (π.χ. πολυφαινόλες, βιταμίνη Ε), αλλά και γιατί επιτρέπει την κατανάλωση άφθονων λαχανικών με τη μορφή σαλάτας, λαδερών φαγητών και οσπρίων. Τα οφέλη της Μεσογειακής Διατροφής αναδεικνύονται όταν τηρείται το διατροφικό πρότυπο στο σύνολό του και όχι μεμονωμένα χαρακτηριστικά του, γεγονός που υποδηλώνει τη σημασία της αλληλεπίδρασης και της συνέργειας των διαφορετικών συστατικών της Μεσογειακής Διατροφής μεταξύ τους και τη συνδυαστική επίδρασή τους στην υγεία μας.